Saturday, 21 March 2015
Christos Christovasilis (Χ. ΧΡΗΣΤΟΒΑΣΙΛΗ); Koutsoyiannis sta Yannina (Bumpkin Shepherd John in Ioannina); Ο ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΑ ΓΙΑΝΝΙΝΑ & Tο καημένο το Τζιαμί μας
Another wonderful Epirot story!
About Christos Christovasilis
Greek Version
Stories by Christovasilis - Χ. ΧΡΗΣΤΟΒΑΣΙΛΗ, ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΞΕΝΙΤΕΙΑΣ
Love (Trilogy)
O Xenitemenos Ο ξενιτεμένος
O Giosos Mou O γκιώσος μου
To Kaimeno To Tziami Mas - Tο καημένο το Τζιαμί μας
Ο ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΑ ΓΙΑΝΝΙΝΑ
Όταν λαλούσε ο Κουτσογιάννης την φλογέρα τον αφηγκρούνταν όσοι βρίσκονταν κοντά του, με μεγάλη προσοχή και κρυφά, γιατί, άμα καταλάβαινε ότι τον αφηγκρούνταν, έπαυε στην στιγμή το λάλημα. Είχαν παραλογίσει όλοι οι πιστικοί με την φλογέρα του κι έσκαζαν από τη ζήλεια τους. Έλεγαν συναμεταξύ τους και σ’ όλον τον κόσμον, ότι το λάλημα αυτό, πώμοιαζε σαν αγγελικό, δεν ήταν τάχα δικό του, αλλά τώχε τάχα η φλογέρα να λαλάη έτσι όμορφα, κι ανήκουστα.
Μέχρι που κάποιοι βοσκοί, «χωριανοί και ξενοχωρίτες», κατάφεραν να του κλέψουν τη φλογέρα. Αυτό ήταν.
Τούρθε να σκάση, τούρθε να σκοτωθή από το κακό του, για τον χαμό της φλογέρας του, και περπατούσε καθεμέρα με το ντουφέκι στα χέρια για να πετύχη κανέναν αητό να τον σκοτώση και να του πάρη τες φλογέρες του.
Έφτασε όμως η άνοιξη κι ο Κουτσογιάννης ήταν ακόμα χωρίς φλογέρα. Δε σκοτώνεται εύκολα αετός, με φλογέρα ή χωρίς φλογέρα…
Χινόπωρος και χειμώνας χωρίς φλογέρα κακό, αλλά κάτι υποφέρεται, αλλ’ άνοιξη και καλοκαίρι είναι ανυπόφορα. Ο πιστικός, αν δεν έχει μέσα εκεί, στην ερημιά του λόγγου, την φλογέρα του, αναχασμιέται, νυστάζει, κοιμάται και χάνει από κοντά του τα γιδοπρόβατά του. Πιστικός χωρίς φλογέρα είναι χαμένο ον. Είναι σαν εκκλησιά χωρίς σήμαντρο, σαν αηδόνι χωρίς φωνή, σαν ρεματιά χωρίς μουρμουρητό, σαν κοπάδι χωρίς κυπροκούδουνα.
Κι έτσι ο Κουτσογιάννης πήρε τη μεγάλη απόφαση: να πάει στα Γιάννινα να αγοράσει φλογέρα! Βρήκε για παρέα τον ξάδελφό του τον Κώστα και ξεκίνησαν μαζί για τη μεγάλη πολιτεία.
Ως ένα διάστημα, έξω από το χωριό, τον ακολούθησε κι η μάνα του, κάνοντας τον σταυρό της, δακρύζοντας και λέγοντας:
-Ώρα σου καλή, παιδάκι μου! Ώρα σου καλή! Να σε ξεκινήσω και για γαμπρό να δώσει ο Θεός!
Βλέποντας ο Κουτσογιάννης να τον ακολουθάει η μάνα του πλειότερο απ’ ό,τι έπρεπε για ένα ταξίδι ως τα Γιάννινα, γύρισε και της είπε:
-Γύρνα πίσω και μην χολοσκάνεις! Αύριο θα είμαι εδώ, σου είπα. Μόνον τα σφαχτά και τα μάτια σου ως που να γυρίσω!
Σε μια ραχούλα έξω από τα Γιάννινα, ο Κουτσογιάννης αντίκρισε για πρώτη φορά την «ονειροφάνταχτη ομορφιά της πανώριας πολιτείας»! Τα έχασε, νόμισε πως ονειρεύεται κι άρχισε να φωνάζει στον ξάδελφό του:
-Δε γλέπεις τίποτε, λες; Δεν γλέπεις έναν μεγάαααλο καθρέφτη μπροστά σου; Δεν γλέπεις κάτι άλλα σαν μάγια, που δεν μπορώ να σου τα παραστήσω; Δεν γλέπεις ένα μεγάαααλο σπίτι σαν βουνό;
Ο Κουτσογιάννης δεν μπορούσε να καταλάβει πως έβλεπε τη λίμνη, το κάστρο και τα Γιάννινα!
-Τα Γιάννινα είν’ αυτά, Παναήγια μου! Τα Γιάννινα είν’ αυτά, Θεέ μου! Ντέι! Ντέι! Τι πολιτεία πούναι τα έρημα! Χρειάζεται νάχει δεκατέσσερα μάτια κανείς και πάλι δεν τα χορταίνει!
Γυρίζοντας ύστερα προς τον Κώστα, τον ρώτησε:
-Τ’ είν’ αυτό, πούναι σαν μεγάλος καθρέφτης; Μήπως είναι ποτάμι; Γιατί δεν τρέχει, αν είναι ποτάμι;
-Αυτό είναι λίμνη…
-Τι θα πει λίμνη;
-Πολύυυυυ νερό, μεγάααααλη γούρνα.
-Αυτή είναι η λίμνη, που λεν; Ντέι! Ντέι, τι πράμα είναι! Από πού έρχεται κι ως πού πάει;
-Να, αυτού βγαίνει κι αυτού χωνεύει το πλειότερο. Τ’ άλλο χωνεύει μακρύτερα. Αυτού μέσα έπνιξε ο Αλή-πασιάς τες δεκαεφτά αρχόντισσες με την Κυρά-Φροσύνη.
-Κι αυτό το μεγάαααλο, πούναι σαν μαντρί, κι έχει γύρα γύρα ψηλούς τοίχους, αντί για φράχτη, τ’ είναι;
-Αυτό είναι το κάστρο του Γιαννίνου. Αυτού μέσα είναι τα κανόνια, ο στρατός, οι φυλακές με τους φυλακωμένους. Απ’ αυτού πολεμούσε τρία χρόνια ο Αλή-πασιάς με τον Σουλτάνο.
-Ντέι! Ντέι! Τι μεγάλο, που είναι το ξάλειμμο! Αν ήταν μαντρί, ωρέ Κώστα, πενήντα χιλιάδες γιδοπρόβατα θα χωρούσαν μέσα!
Μόλις 17 ετών έλαβε μέρος στην επανάσταση της Χειμάρας. Οι Τούρκοι τον συνέλαβαν και τον καταδίκασαν σε θάνατο, αλλά κατόρθωσε να δραπετεύσει. Για δεύτερη φορά τον συνέλαβαν την ημέρα του γάμου του αλλά και πάλι δραπέτευσε και κατέφυγε στην Αθήνα. Εκεί άρχισε να δημοσιογραφεί και να δημοσιεύει διηγήματα. Πήρε μέρος, ως εθελοντής, στον πόλεμο του 1897, ενώ πολέμησε ακόμα και στους Βαλκανικούς πολέμους!
Έφτασε τελικά στα Γιάννινα ο Κουτσογιάννης κι άρχισε να …καλημερίζει όποιον έβρισκε μπροστά του!
-Καλ’μέρα! Καλ’μέρα! Καλ’μέρα!
Αλλά κανένας δεν του απολογιόνταν: «Καλή σου ημέρα!» ή «Πολλά τα έτη», αλλά τραβούσαν όλοι στη δουλειά τους, χωρίς να τον προσέχουν.
Τότε ο Κουτσογιάννης, καλημερίζοντας και μη λαβαίνοντας απάντηση, θύμωσε και μουντζώνοντας με τα δυο του τα χέρια όλον εκείνον τον κόσμον, που αναδεύονταν, σαν μελίσσι, ξεφώνησε:
-Ου! στον διάολο, παλιανθρώποι! ας είστε κι αρχόνται! Και δέκα χιλιάδες γιδοπρόβατα αν είχαταν στο μαντρί καθένας σας πάλι δεν θα είχαταν τόσο σηκωμένη την μύτη και θα καταδεχόσασταν να απολογηθήτε στην καλ’μέρα του Θεού! Ου! να μου χαθήτε!
Ο ξάδελφός του προσπάθησε να τον ηρεμήσει αλλά ο Κουτσογιάννης ήταν εκτός εαυτού.
-Ωρέ, έχω καλ’μερήσει και καλ’μερήσει ανθρώπους τσελιγκάδες βαρβάτους με δυο χιλιάδες, με τρεις χιλιάδες, με τέσσερες, με πέντε, μ’ εφτά και με δέκα χιλιάδες γιδοπρόβατα και κανείς δεν μ’ αρνήθηκε την καλ’μέρα.
Μόλις έφτασαν στο παζάρι, ο Κουτσογιάννης ξέχασε τα νεύρα του κι άρχισε να ψάχνει παντού για φλογέρες.
Άμα ήκουσε ο Κουτσογιάννης ότι βρίσκονταν στο παζάρι, όπου του είπε ο Κώστας πως πουλιώνται οι φλογέρες, πιάσ’ αν δεν μπορέσεις! Δυνάστεψε την περπατησιά του, ξεπέρασε τον Κώστα, χωρίς να το καταλάβει κι άρχισε να ρωτάει σε κάθε εργαστήρι που περνούσε:
-Έχ’ς φλογέρες; Έχ’ς φλογέρες; Έχ’ς φλογέρες;
Δοκίμασε ο Κώστας να τον φτάσει αλλά δεν μπόρεσε. Ο Κουτσογιάννης έτρεχε «ντζικ-ντζικ» πολύ δυνατότερα ρωτώντας παντού:
-Έχ’ς φλογέρες; Έχ’ς φλογέρες; Έχ’ς φλογέρες;
Ρωτούσε, ρωτούσε κι όλο ρωτούσε. Ρωτούσε σε μπακάλικα, σε φούρνους, σε χαλκωματάδικα, σε σιδεράδικα, σε ραφτάδικα, σε σαράφικα, σε καφενεία, σε τσαρουχάδικα, σε κουντουράδικα, σε λαχανοπουλειά, σε κρασοπουλειά, σε φαρμακεία, σε ζαχαροπλαστεία, σ’ εμπορικά που πουλούσαν ρουχικά, πανικά, τσίτια και λοιπά αλλά δεν είχαν φλογέρες. Οι φλογέρες ήταν μακριά ακόμα, παρακάτω, πολύ παρακάτω, παρακάτω κι απ’ το τζαμί του παζαριού ακόμα!
Κάποια στιγμή μετά από αρκετή ταλαιπωρία, ο Κουτσογιάννης συνάντησε έναν τσέλιγκα που του έδειξε πού πουλάνε φλογέρες κι αγόρασε επιτέλους μια ωραία, κοκαλένια φλογέρα που έκανε εκατό παράδες.
Έβγαλε το πουγγί του από τον κόρφο του ο Κουτσογιάννης, που τώχε με δώδεκα θηλιές θεμένο, τάνοιξε, έδωκε τες εκατό παράδες, έβαλε χαρούμενος την φλογέρα στο σελιάχι του κι αποχαιρέτισε τον τσιέλεγκα κι όλους τους άλλους λέγοντας:
-Σ’ αφήνω, γεια, κουμπάρε! και με το καλό ν’ ανταμωθούμε! Σας αφήνω γιεα, ωρέ ολωνών! Καλές αντάμωσες. Καλό ξεκαλοκαίριασμα να δώσει ο Θεός!
Όμως τα βάσανά του δεν είχαν τελειώσει εδώ. Πριν φύγει από τα Γιάννινα ο Κουτσογιάννης θέλησε να βάλει κάτι στο στόμα του. Σταμάτησε λοιπόν σ’ ένα χάνι και παράγγειλε φαγητό.
Έφυγε το παιδί και σε λίγο τώφερε ένα κομμάτι ψωμί καθάριο, και μια λίμπα γεμάτη κρέας με χόρτα. Βλέποντας ο Κουτσογιάννης κρέας με χόρτα, είπε στο παιδί:
-Αλλιώτικα φαγητά έχετε εδώ πέρα… Για κρεάσι-κρεάσι, για λάχανα-λάχανα να μαγειρεύετε, όπως μαγειρεύει η μάνα μου και μην ανακατεύετε την πασκαλιά με την σαρακοστή.
Παρ’ όλα αυτά έφαγε το φαΐ του, ήπιε κρασί, ύστερα ζήτησε και δεύτερη μερίδα και μετά από λίγο και τρίτη. Στο τέλος σηκώθηκε σαν κύριος να φύγει…
…πήρε την κλύτσα στο χέρι και «ντζικ-ντζικ» τράβηξε προς τα έξω, αποχαιρετώντας όλους όσοι ήταν μέσα εκεί.
-Σας αφήνω γεια! κι ο Θεός να σας έχει καλά κι εσάς και το βιο σας και του χρόνου τέτοια μέρα να ξανανταμωθούμε.
Και βγήκε από την θύρα.
Το χαντζόπουλο, που υπηρετούσε, έτρεξε από κοντά του φωνάζοντας:
-Πατριώτη, πατριώτη! Στάσου, κάτι λησμόνησες!
Ο Κουτσογιάννης έριξε αμέσως χέρι και μάτι στο σελιάχι και βλέποντας εκεί την φλογέρα του ν’ ασπρίζει, του απολογήθηκε:
-Θάναι κανενός άλλ’νού! Εγώ δεν λησμόνησα τίποτε! Έγώ τάχω όλα τα πράματά μου. Έχε γεια πάλε, καλό παιδί, και πάλε καλές αντάμωσες του χρόνου τέτοια μέρα!
-Λησμόνησες να πλερώσεις! του είπε το παιδί ξεκαρδισμένο από τα γέλια. Τι; Για πανηγύρι χωριάτικο το πέρασες το χάνι;
-Να πλερώσω! να σου πλερώσω, ωρέ; Τι να σου πλερώσω;
-Το φαΐ πώφαες!
-Τι έκανε, λέει; Το φαΐ, πώφαγα; Ωρέ, πουλάτε εδώ πέρα και το φαΐ, που τρων ο κόσμος; Ου! να πάτε στο Διάβολο κι ακόμα παρέκει!
Οι πελάτες στο χάνι άρχισαν να τον κοροϊδεύουν.
Βλέποντας ο Κουτσογιάννης ότι έμπλεξε και πάλε με «κακούς ανθρώπους» κατά την ιδέα του, έγινε άφαντος, χωρίς να πληρώσει. Έτρεξε το χαντζόπουλο από κοντά, φωνάζοντας:
-Πιάστε τον! Πιάστε τον!
Αλλ’ ο Κουτσογιάννης έγινε άφαντος ανάμεσα στην πολυκοσμία!
Κόντευε να βασιλέψει ο ήλιος όταν επέστρεψε στα αγαπημένα του «ζωντανά».
…άρχισε τα σαλαγήματα για να τους δώσει να καταλάβουν ότι είχε έρθει. Στα σαλαγήματά του, το κοπάδι συμμαζεύτηκε γύρα του, κι αυτός άρχισε να πιάνει όσο γίδια και πρόβατα ήταν σιμώτερα, να τα φιλεί στα μάτια και στο στόμα, και να τα ρωτάει:
-Πώς περάσαταν σήμερα, ψυχούλες μου; Πώς περάσαταν σήμερα χωρίς εμένα; Βοσκήσαταν καλά; Έπιαταν νεράκι; Μην σας πρόντησε τίποτε;
Και λέγοντας αυτά έφερε άνω κάτω το κοπάδι του, τα μέτρησε, τα ξαναμέτρησε και τόβρε σωστό. Δεν έλειπε κανένα. Εκεί ήταν κι ο Φλώρος με τον τριπλόκυπρο, εκεί κι η Γκιώσσα, η σκουλαρικάτη, εκεί κι η Μπάρτζα, η πρωτόγεννη, εκεί κι η Κανούτα, η σιούτα, εκεί κι η Γκάλμπινη, η τσερέπω, εκεί κι η Νιάγκρα, η πισωκέρατη, εκεί κι η Μπάλια, η αστεράτη, εκεί κι η Μετσένια, η ορθοκέρατη, με τους κύπρους τους, εκεί κι η Στερφοκάλεσια με το λαμπρό κουδούνι, εκεί όλα τα γίδια κι όλα τα πρόβατα. Η καρδιά του Κουτσογιάννη είχε γίνει περιβόλι από την χαρά της και στη στιγμή ακούστηκε ολόγυρα τ’ αγγελικό λάλημα της καινούριας φλογέρας!
Ο αδερφός του, ο Παύλος, νιώθοντας τον ερχομό του Κουτσογιάννη, από το φλογερολάλημα, του φώναξε πέρα από ένα τσιουγκάρι:
-Ήρθες, ωρέ Γιάννηηηηηη!
-Ήρθε, ωρέ, ήρθα!
Από εκείνη τη στιγμή άρχισαν πάλι τα λόγγα, οι λακκιές, οι ράχες και τα πλάγια να χαίρονται από το φλογερολάλημα του Κουτσογιάννη, σαν και πρώτα, κι όταν τον ρωτούσε κανείς:
-Τι είδες, Γιάνν’, στα Γιάννινα;
-Θυάματα! Θυάματα! Δεν μολογιέται ό,τι είδα. Αλλά τι τα θέλ’ς; Κακός κόσμος! Όλοι στον παρά έχουν το νου τους! Δεν σου δίνουν μια τρίχα χωρίς παράδες! Τους λες «καλ’μέρα» και δεν σ’ απολογιούνται! Μπαίνεις στο χάνι να φας ψωμί, τρως κι ύστερα σου γυρεύουν πληρωμή!!! Κακοί άνθρωποι οι Γιαννιώτες! Είναι άξιοι να πωλήσουν και τη μάνα τους και τον πατέρα τους ακόμα!
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment