A wonderful Epirot short story, about a lame shepherd in search of a new flute (floyera), and his first ever visit to Ioannina!
The full text of the short story
An extract:
Απόφευγε τις γυναίκες, που πήγαιναν κάθε πουρνό στο λόγγο να
κόψουν ξύλα, και δεν σμίγονταν να κουβεντιάσει κι αυτός, σαν άνθρωπος που ήταν,
μ’ άλλο είδος ανθρώπους, παρά με πιστικούς, είτε χωριανούς του, είτε συνορίτες
του, κι όταν τον έπιανε ο γλυκός καημός, που αιστανόταν μέσα του, τι λεβέντης
θα ήταν αν δεν κουτσαίνονταν, κι αυτός ο καημός τον έπιανε κάθε μέρα, ανέβαινε
σε μια κοντοραχούλα κι άρχιζε να λαλάει την φλογέρα του, που ήταν από
αϊτοκόκκαλο, και δεν την έβανε στο σελάχι του, αν δεν έβλεπε τα γίδια του που
βόσκαγαν ολόγυρα του, να παρατήσουν το κλαδί, από την γλύκα του ήχου, και να
γυρίσουν τα μούτρα τους προς αυτόν.
Όταν λαλούσε ο Κουτσογιάννης την φλογέρα, τον αφηκρούνταν
όσοι βρίσκονταν κοντά του, με μεγάλη προσοχή. Είχαν παραλογίσει όλοι οι
πιστικοί με την φλογέρα του κι έσκαζαν από την ζήλεια τους. Έλεγαν συναμεταξύ
τους και σ’ όλον τον κόσμο ότι το λάλημα αυτό, πόμοιαζε σαν αγγελικό, δενόταν
τάχα δικό του, αλλά το ‘χε τάχα η φλογέρα να λαλάει έτσι όμορφα κι ανήκουστα.
Έλεγαν ότι τάχατες η φλογέρα λαλούσε έτσι κι όχι το στόμα, τα δάχτυλα κι η ψυχή
του Κουτσογιάννη. Φθονερός κόσμος!
Μια μπαμπόγρια, χειρότερη απ’ όλους, έλεγε ότι η φλογέρα του
Κουτσογιάννη ήταν του αντρός μιανής ξωτικιάς, κι ότι την είχε βρει μια μέρα ο
Κουτσογιάννης στην βρύση, όπου την είχε λησμονήσει τάχατες ο άντρας της
ξωτικιάς. Αυτά έλεγε η μπαμπόγρια, κι οι άλλοι, που δεν μπορούσαν να λαλήσουν
σαν τον Κουτσογιάννη, κι αν δεν ήταν να το πιστέψουν, το πίστευαν μ’
ευχαρίστηση.
Μια μέρα, τέσσερες-πέντε πιστικοί, χωριανοί και ξενοχωρίτες,
από τον φθόνο που τους έτρωγε τα φυλλοκάρδια, συνεννοούνται, κι εκεί που
κοιμόνταν ο Κουτσογιάννης γλυκά-γλυκά κάτου από μια πολύκλαδη και πυκνόφυλλη
βαλανιδιά, πήγε ένας τους σιγά-σιγά, σαν λαγός, κι ανάλαφρα-ανάλαφρα, σαν
ίσκιος, και του την ξέσυρε από το σελάχι, χωρίς να τον καταλάβει καθόλου, κι
επειδή δεν ήθελε κανένας τους ύστερα να την αφήσει στον άλλον, για να μην
μαλώσουν και φανερωθούν, αποφάσισαν να την τσακίσουν κι έτσι την έκαναν
αγκίδες!
Ένεκα απ’ αυτό, ο Κουτσογιάννης, το γλυκόφωνο αηδόνι των
λόγγων, βουβάθηκε, χήρεψε από την αγαπημένη του την φλογέρα, που την έσερνε
πάντα μαζί του δέκα χρόνια ακέρια, παρηγορώντας μ’ αυτήν τ’ αδικημένα του τα
νιάτα και την αδικημένη του την λεβεντιά. Του’ρθε να σκάσει, του’ρθε να σκοτωθεί
από το κακό του, για τον χαμό της φλογέρας του, και περπατούσε κα-θεμέρα με το
ντουφέκι στα χέρια, για να πετύχει κανέναν αϊτό να τον σκοτώσει και να του
πάρει τις φλογέρες του. Αλλά δεν είναι πολύ εύκολο να σκοτώσει κανείς αϊτό,
γιατί δεν ζυγώνεται καλοπίχειρα, πετάει-πετάει πολύ ψηλά κι έχει φωλιά σ’
απάτητους γκρεμούς. Πέρασε έτσι το καλοκαίρι, πέρασε ο χινόπωρος, πέρασε κι ο
χειμώνας και μπήκε η άνοιξη με τον Μάη, κι ο καημένος ο Κουτσογιάννης
βρίσκονταν ακόμα χωρίς φλογέρα! Τα λόγγα κι οι ρεματιές είχαν βουβαθεί πλειά,
χωρίς το ξωτικήσιο λάλημα της φλογέρας του, και τα γιδοπρόβατά του βόσκαγαν
λυπημένα και ξέκαρδα. Χινόπωρος και χειμώνας, χωρίς φλογέρα, κακό, αλλά κάτι
υποφέρεται, αλλά άνοιξη και καλοκαίρι είναι ανυπόφορα. Ο πιστικός, αν δεν έχει
μέσα εκεί, στην ερημιά του λόγγου, την φλογέρα του, αναχασμιέται, νυστάζει,
κοιμάται και χάνει από κοντά του τα γιδοπρόβατά του. Πιστικός χωρίς φλογέρα
είναι χαμένο ον. Είναι σαν εκκλησιά χωρίς σήμαντρο, σαν αηδόνι χωρίς φωνή, σαν
ρεματιά χωρίς μουρμουρητό, σαν κοπάδι χωρίς κυπροκούδουνα. Η φλογέρα δίνει
όρεξη του πιατικού, τον γεμίζει χαρά κι ευφροσύνη, και τον κάνει να στέκεται
άγρυπνος και να συμμαζεύεται η κοπή γύρα του.
No comments:
Post a Comment