It is one thing to read about the piles of bags full of rotting garbage and rubbish that are piled up every 100 metres or so in and around Corfu Town and alongside the main roads and side-roads on the island, it is another thing to see them with your own eyes or to encounter them through your own sense of smell. "The Summer of Discontent" must not be allowed to continue, for reasons of public health.
We returned to Corfu from Epirus today, and it was a shock in every respect. I bought two local Corfiot newspapers about the grim and deteriorating situation, - two papers about the uncollected garbage to add to the piles of uncollected garbage.
We're heading off to Paxos or back to the coast of Epirus (hopefully before the garbage mountains are shipped over there). Until then, we'll have to ask our visitors to keep their eyes tightly shut as we drive them to their favourite beaches. Pity the pedestrians and the hapless tourists coming ashore from cruise ships. Lovers of Corfu and first-time visitors don't travel thousands of miles to witness and endure this degradation and misery. It is even worse for the locals, the long-suffering Corfiots. This is not a new situation, it's just a hell of a lot worse than in the past. How can one enjoy any kind of cultural event when the basic priorities of civilised life aren't addressed by the authorities? It is a question of priorities, and the implementation of
existing and funded strategies to deal with such foreseeable situations in a timely way, before the major crises hit.
Πρόγραμμα Θερινών Συναυλιών Κερκυραϊκών Φιλαρμονικών 2016 Ακολουθεί το πρόγραμμα των καλοκαιρινών συναυλιών των Φιλαρμονικών του νησιού. Ξεκινούν την Κυριακή 3 Ιουλίου -
Πλατεία Δημαρχείου- Φιλαρμονική Σιναράδων Μπαντίνα (Aκυρώθηκε)
Update: I understand the Minister of the Interior will arrive in Corfu tomorrow.
Corfu, June 2016
Before me, the wine-dark sea;
Behind me, rising mountains
Of garbage.
Yannis Ritsos, from After the Defeat (tr. Edmund Keeley):
"Our country's honour thrown out in the garbage...
maybe we can establish a new
relationship with nature
gazing out, beyond the barbed wire, at a bit of sea, the stones, the grass,
or maybe a cloud at sunset, heavy, violet, touching"
Ritsos was writing this poem when I first came to Greece, 1967-1968, when people had a healthy relationship with nature. Nowadays it is not just the country's honour thrown out in the garbage. In Corfu, it's the garbage thrown out on top of the mountains of garbage.
Back to Brexit problems!
More reports:
24 Hours in Corfu
Previous posting - Corfu, Rubbish Piles Up
An excerpt from "Panorea" -translated from the original Greek edition of 2008:
"The surrounding area was in a terrible state. The rubbish was piled up two metres high on both sides of the road...rats were chasing passers-by along the broken pavements. Spring flowers were in bloom, but nature's efforts to conceal the dreadful state of the place went in vain. The entire landscape had been devastated, because of relentless greed".
More, from the Greek edition of "To Poulima tis Panoreas"
Πετούσαν τα σκουπίδια τους παντού και
ξεχνούσαν μετά να τα μαζέψουν με αποτέλεσμα οι ποντικοί να τους ξεπεράσουν σε
αριθμό. Τεράστιοι αρουραίοι κυκλοφορούσαν στην πόλη χαζεύοντας όσα γίνονταν
γύρω-γύρω με μεγάλα μαύρα και άγρια μάτια. Έμπαιναν μέσα στους πράσινους
κάδους, τριγυρνούσαν γύρω από κάτι νέους μπλε που είχαν εμφανιστεί τελευταία
και αναρωτιόνταν γιατί οι συμπατριώτες τους προτιμούσαν δύο χρωματισμούς. Τα
ίδια σκουπίδια δεν ήταν όλα; Τα μαύρα τρωκτικά βασίλευαν παντού. Σε τρύπες, σε
κήπους, πάνω στα δέντρα.
Η Πανωραία σηκώθηκε κι έκανε μερικές βόλτες
να συνέλθει. Πήρε μερικές βαθιές ανάσες και από μέσα της προσευχήθηκε το τίλιο
ν’ ανθίσει γρήγορα, για να την ανακουφίσει από τη βρώμα για λίγες μέρες.
Όμως είναι νωρίς ακόμη για τέτοια
πολυτέλεια. Ίσως σε καμιά-δυο εβδομάδες ακόμη.
Οι λεύκες όμως ήταν έτοιμες.
Το ξάνθισμα τους το φυσούσε ένα ελαφρό
αεράκι. Έπεφτε παντού σαν χιονονιφάδες μέσα στην αφύσικη, ζέστη της φετινής
άνοιξης.
Οι ασημένιες φυλλωσιές από τις τρεις λεύκες
που φυτρώνουν στην πλαγιά, έλαμπαν καθώς λικνίζονταν απ’ τ’ αεράκι κάτω από την
καυτή ματιά του ήλιου. Το χορτάρι ήταν σκεπασμένο με το χνουδωτό ξάνθισμα τους. Από την κορυφή του
βουνού η εκκλησία κατακόκκινη, σαν να είχε ιλαρά, έβλεπε προς τα κάτω τον
δημόσιο δρόμο. Η Πανωραία είδε κάτι μεγάλα πολυάριθμα ποντίκια, κάτι μεγάλα
τέρατα με φοβερά μάτια που με τη σειρά τους παρακολουθούσαν το τοπίο γύρω τους,
καθώς ήταν στημένα πάνω στον πολυαγαπημένο τους πράσινο κάδο των σκουπιδιών.
Τον μπλε τον είχαν ήδη επισκεφθεί. Είχαν
φάει ό,τι είχε μέσα και τώρα ήταν μισοάδειος. Μόνο κάτι χαρτόνια και άδειες
κονσέρβες είχαν μείνει.
Μια κομψή και αριστοκρατική κυρία
εμφανίσθηκε μπροστά τους. Λικνιστή βάδισε προς τον κάδο. Ήταν ντυμένη στην
τρίχα. Τα μάτια της ήταν κρυμμένα πίσω
από επώνυμα τεράστια γυαλιά ηλίου. Η διαπεραστική ματιά του αρχιπόντικα, που
ήταν κουρνιασμένος πάνω στο χερούλι του κάδου, έκανε την κυρία να ριγήσει.
Φαινόταν σαν να ήταν έτοιμος να της χιμήξει. Είχε μυρισθεί τις λιχουδιές που
περιείχε η μισοσκισμένη πλαστική σακκούλα της. Σκούρος γκρίζος, παχουλός, με
λεπτή μακριά ουρά, καιροφυλακτούσε κάθε φρέσκο μεζέ που επρόκειτο να
καταφθάσει.
Η κυρία αντικρίζοντας τον ποντικό έβαλε
φωνές πανικού. Άρχισε να ουρλιάζει. Δεν ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε τους
ποντικούς μπροστά της. Καθημερινώς τους συναντούσε κάθε φορά που πήγαινε προς
το παρκαρισμένο στο πεζοδρόμιο αυτοκίνητό της. Σήμερα όμως αυτός ο αδιάντροπος
φαινόταν διατεθειμένος να της επιτεθεί για τα καλά. Ή Πανωραία ήξερε που
συνήθως η κομψή κυρία απέφευγε να χρησιμοποιεί τον κάδο. Συνήθιζε να πετάει τα
σκουπίδια της από το μπαλκόνι το βράδυ κατά τα μεσάνυχτα. Έτσι, μια και κάτω
στον δρόμο. Αλλά πού και πού, όταν έβλεπε ότι οι σακκούλες της είχαν γεμίσει
τον χώρο μπροστά στη είσοδο της πολυκατοικίας της, υποχρεωνόταν να τις πηγαίνει
στον κάδο αυτοπροσώπως. Τρομοκρατημένη από το βλέμμα του πόντικα πέταξε απεγνωσμένη
τη σακκούλα προς τον απαίσια βρώμικο κάδο. Μέσα στον πανικό της αστόχησε . Πάλι
στον δρόμο προσγειώθηκε η παλιοσακκούλα. Κρίμα τον κόπο που έκανε να κατεβεί
τις σκάλες.
- Καταραμένο Κράτος, πότε μα πότε θ’
αρχίσεις να πλένεις τους κάδους μας; Πότε θα βάλεις ποντικοφάρμακο να τους
εξολοθρέψεις τους διαόλους; Ανάθεμα σας όλοι, βλαστήμησε δυνατά.
Πάνω στη ζεστή άσφαλτο, στη μέση του
δρόμου, βρίσκονταν πεταμένες του γείτονά της οι λεμονόκουπες, τα προφυλακτικά,
και δυο-τρεις μπουκάλες σπασμένες.
Ο αρχιπόντικας έτρεξε προς την κατεύθυνσή
της.
Η κυρία κάνει στροφή ενενήντα μοιρών,
γυρίζει και τρέχει, τρέχει μακριά από τα σκουπίδια. Τα ψηλά τακούνια τρυπούν
ανελέητα τη μαύρη άσφαλτο και το δεξί της παπούτσι πιάνεται σε κάτι
εγκαταλελειμμένα καλώδια της εταιρίας ηλεκτρισμού, μπερδεμένα με τσιμεντόλιθους
από την πολυκατοικία που έχει εγκαταλειφθεί ατελείωτη χρόνια τώρα. Πέφτει
φαρδιά-πλατιά πάνω στα τσιμέντα. Τα ποντίκια χοροπηδάν γύρω απ’ τον κάδο. Ο
αρχιπόντικας την έχει πάρει από πίσω. Την πλησιάζει. Κι όπως εκείνη είναι στο
έδαφος, πηδάει στο πρόσωπό της και της γλύφει με απόλαυση το μάγουλο. Η κυρία
ουρλιάζει. Καταφέρνει να τον σπρώξει μακριά. Σηκώνεται κακήν κακώς. Γρήγορα
μπαίνει στο παρκαρισμένο παράνομα αυτοκίνητο
της. Φεύγει γρήγορα μέσα στον ντάβανο της αφύσικης τούτης άνοιξης. Και
ορκίζεται ότι ποτέ μα ποτέ δεν θα ξαναρίξει τα σκουπίδια στον κάδο. Χίλιες
φορές φαρδιά-πλατειά στον δρόμο σταλμένα από το παράθυρο της κουζίνας της.
Γιατί έχουμε τους σκουπιδιάρηδες, τέλος πάντων; Οι ποντικοί γελάνε πίσω της
δυνατά. Μια ποντικίνα σκίζει της κυρίας τη σακκούλα με τα δόντια και τα νύχια
της. Βρίσκει μέσα ένα σωρό λιχουδιές. Κάνει νόημα στα παιδιά της να τρέξουν,
για να δουν τι μπορούν να φάνε σήμερα. Όχι ότι πεινάνε, δηλαδή. Οι κάδοι, δόξα
τω Θεώ, είναι πάντα γεμάτοι. Δεν πρέπει να είναι και αγνώμονες προς την καλή
και κομψή κυρία, που να την έχει καλά η Παναγία του Βουνού. Είναι αυτή η ίδια
που κάθε βράδυ πετάει την σκουπιδοσακκούλα της από το μπαλκόνι, έτσι μπαμ και
κάτω στον δρόμο για να φάνε όλοι τους το μεταμεσονύκτιο δείπνο τους. Τι έπαθε
σήμερα και έφερε τα σκουπίδια στον κάδο αυτοπροσώπως μεσημεριάτικα;
Φτου! Της αθεόφοβης δεν της έχει πει κανείς
να μην βάζει τις πάνες μαζί με τ’ αποφάγια; Θα τους κάνει όλους να ξεράσουν.
Η Πανωραία κουρασμένη πήγε και ξάπλωσε στη
σκιά μιας ελιάς πίσω από την κόκκινη εκκλησία.