Χρήστος Χρηστοβασίλης
"Christos Christovasilis was a Greek journalist and author, representative of Greek pastoral literature. He was a collector of rural and folk material and one of the most important figures in the literature of Epirus in late 19th-early 20th century" (Wikipedia).
ΚΛΕΙΔΩΜΕΝΗ ΚΑΡΔΙΑ
Καρδιά με δεκοχτώ κλειδιά, γιατ' είσαι κλειδωμένη; Άνοιξε, παίξε, γέλασε, σαν που είσουν μαθημένη, Και χύσε γύρα τη χαρά με δυο γλυκά σου λόγια. —Και πώς ν' ανοίξω να χαρώ, να παίξω, να γελάσω; Τα χέρια, που την κλείδωσαν είναι ξενιτεμένα, Παν τρία χρόνια ολάκαιρα, οπού τα περιμένω, Ναρθούν να την ανοίξουνε, να παίξω να γελάσω. —Κι' αν δεν σου ερθούνε, λιγερή; Κλειστή θα μέν' αιώνια; —Τα χέρια, που την κλείδωναν, πήραν και τα κλειδιά της.
ΚΗΔΕΙΑ ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟΥ
Μα τ' είδαν τα ματάκια μου τους ξένους πώς τους θάφτουν! Χωρίς λιβάνι και κερί και δίχως ψαλμωδία, Χωρίς παπά και κόλυβα και δίχως μοιρολόγια Δεν είδα μάννα να βογγάη, γυναίκα να θρηνάη, Δεν είδα αδερφοξάδερφα να χύνουν μαύρα δάκρυα, Παπάδες κι' εξαφτέρυγα και κόσμο ν' ακλουθάη. Είδα μονάχα τέσσερους με χάχανα και γέλοια Να κουβαλούνε το νεκρό σαν το σκυλλί στον λάκκο.
Ο ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟΣ
Αλλοί του, πούν' στην Ξενιτειά και ξενοπαραδέρνει Δεν έχει μάννα κι' αδερφή κι' εμπιστεμένο ταίρι Να μαγειρεύουν του να τρώη, να πλένουν τα σκουτιά του Να στρώνουνε το στρώμα του, να πέφτη να κοιμάται Κι αν αρρωστήση ο δύστυχος και πέση στο κρεβάτι Να κλαιν στο προσκεφάλι του, να χύνουν μαύρα δάκρυα. Ξένες του μαγειρεύουνε, και πλένουν τα σκουτιά του. Και στρώνουνε το στρώμα του και τα σκεπάσματά του. Του μαγειρεύουν μια και δυο, του πλένουν τρεις και πέντε Και στρώνουνε το στρώμα του και τα σκεπάσματά του, Κι' απέ του λένε με θυμό, του λεν με καταφρόνια. Φέρε να μαγειρέψωμε, πλέρωσε για το πλύμα, Πλέρωσε για το στρώμα σου και τα σκεπάσματά σου.
Η ΞΕΝΙΤΕΙΑ
Παρακαλώ σε, Κύριε μου, και προσκυνώ σε, Θε μου, Του ξένου δος του ξενιτειά, κι αρρώστια μην του δίνεις, Τι η αρρώστια θέλει στρώματα, θέλει προσκεφαλάδια, Θέλει μαννούλα στο πλευρό, γυναίκα στο κεφάλι, Θέλει κι' αρσενικό παιδί κρύο νερό να φέρνη. 'Γώ το είδα με τα μάτια μου σ' έναν απεθαμένον· τον πήγαν και τον έθαψαν σαν το σκυλλί στο λάκκο, Δίχως θυμιάμα και κερί, δίχως παπά και ψάλτη
Η ΜΑΓΙΣΣΑ
Κινήσαν τα καράβια τα Ζαγοριανά, Κίνησε κι' ο καλός μου, πάη στην Ξενιτειά, Δώδεκα χρόνους χάνει χωρς απολογιά· Κι' απάν σ' αυτόν τον χρόνο στέλνει απολογιά Κι ένα χρυσό μαντήλι, μ' είκοσι φλωριά, Και στο μαντήλι μέσα μια πικρή γραφή: Κι' έλεγε του καλού μου η πικρή γραφή. —«Θες, κόρη μου, παντρέψου, θες καλόγρεψε! Τι εδώ πούμ' ο καημένος επαντρεύτηκα, Επήρα μια γυναίκα κόρη μάγισσας. Μαγεύει τα καράβια, δεν κινούν γι' αυτού Με μάγεψε κι' εμένα, δεν κινώ κι εγώ. Όντας κινώ για νάρθω, χιόνια και βροχές, Όντας γυρίζω πίσω, ήλιος ξαστεριά. Ζώνομαι τ' άρματά μου, πέφτουν κατά γης, Πιάνω γραφή και γράφω, και ξεγράφεται!»
Τ' ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟΥ
Βαρυά κοιμάσαι, κόρη μου, βαρυά είσαι κι' υπνωμένη Βαρυά κοιμούμαι, αφέντη μου, βαρυά είμαι κι' υπνωμένη, Είδα έν' όνειρο κακό, που δέλει για τ' εσένα: Είδα τον μαύρο σου γυμνό τη σέλα τσακισμένη Και τ' αλαφρό σου το σπαθί στο δρόμο πεταγμένο. —Μη μου σκανιάζης κόρη μου, και μη βαρυοχολιάζης Ο μαύρος είναι Ξενιτειά κι' η σέλλα είν ο δρόμος Και τ' αλαφρό μου το σπαθί ο καλογυρισμός μου. Λαλούν τ' αρνίθια δυο φορές, λαλούνε τρεις και πέντε, Φωνάζουνε μες στο χωριό και μες στο χωροστάσι: —Ποιος είναι για την Ξενιτειά να σηκωθή να φύγη Η συντροφιά ξεκίνησε και δεν τον καρτεράει.
Τα Διηγήματα της Ξενιτειάς (Project Gutenberg)
Also available online:
Η αγάπη (Τριλογία) by Christos Christovasilis
Two short stories in Greek:
Ο ξενιτεμένος
O γκιώσος μου
On Knife-Crime (Christos Christovasilis, from Gesoulis):
Οι δολοφόνοι δεν
αγαπούν τα βροντερά όπλα και πάντα προτιμούν το βουβό μαχαίρι.
"Murderers don’t like noisy weapons; they always prefer the
soundless knife".
No comments:
Post a Comment