«Νὰ τὰ
ποῦμε;»
ΠΑΡΑΜΟΝΗ
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ ΤΟΥ 1983
ΑΓΟΡΑ ΜΟΔΙΑΝΟ,
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Παραμονὴ Χριστουγέννων, ἡμέρα Σάββατο·
Παιδιὰ μὲ τρίγωνα,
τὰ παραδοσιακὰ κάλαντα.
«Νὰ τὰ ποῦμε; νὰ τὰ ποῦμε;».
Μὲ τὸ βάρος τῆς λατέρνας
ἀπ̉ τὴν Κωνσταντινούπολη
ὁ ἀνηψιὸς τοῦ πρόσφυγα σκύφτει καὶ παραπατεῖ:
στὴν πλάτη του στερεωμένο τοῦτο τὸ μουσειακὸ εἶδος, σὰν
τὸν σταυρό.
Σέρνεται ἀπὸ ταβέρνα σὲ ταβέρνα:
«Νὰ τὰ ποῦμε; νὰ τὰ ποῦμε;».
Δὲν εἶναι δουλειά του ἡ μανιβέλλα,
τὸ τραγούδι πάνω στὸν σκοπὸ
ποὺ πιάνει ὁ θειὸς ἀπ̉ τὸ μηχάνημα:
χαϊδεύει καὶ κρούει μὲ δακτυλισμοὺς τὸ ντέφι,
γλιστρᾶ τὴν κόψη τῆς παλάμης στὴ μεμβράνη νὰ σκούξει, νὰ
στενάξει,
πιάνει τὰ τσιφτετέλια μπροστὰ στὰ χασαπάδικα,
μέσα στὰ καφενεῖα, στὰ οὐζερί·
ὁ γέρο-πρόσφυγας, χρόνια πολλὰ ἀπόμαχος,
ὅπως ὁ χασάπης ποὺ στήνει αὐτί, ὅπως οἱ ταβλαδόροι,
ζεῖ ἀκόμη στὴν Πόλη, πορεύεται στοὺς δρόμους της.
Παύει μόνον ν̉ ἀτενίζει ἀπόμακρος,
σταματᾶ τὸ χέρι ποὺ κινεῖ τὴ μανιβέλλα,
ὅταν ρόμηδες νεαροὶ ἀπ̉ τὴ Θράκη, ὀργανωμένοι σὲ ὁμάδες
— κατεργαραῖοι ὀργανοπαῖχτες, γρηγορότεροι στὰ πόδια,
πάντα ἕτοιμοι ν̉ ἁρπάξουνε τὴν μπάζα —
τὸν προλαβαίνουν, τρυπώνουνε στὰ οὐζερὶ μὲ τοὺς πολλοὺς
πελάτες
φυσώντας κάτι στριγγοὺς ζουρνᾶδες, βαρώντας νταραμποῦκες,
γελώντας
καθὼς τὸν προσπερνᾶνε στὰ στενά,
τρέχοντας πρὸς τὰ τραπέζια μὲ περισσευούμενα κέρματα.
Ἀλλ̉ οὔτε ψυχὴν θερμαίνουν οὔτε κλέβουν καμμιὰν
παράσταση.
Ἂν καἰ τ̉ ἀνοικονόμητο ὀργανέττο δἐν χωρεῖ στἀ μαγαζιά,
οἱ Ἕλληνες θαμῶνες σκιρτοῦν ὅτι ὑπάρχει ἀκόμη, ὅτι ζεῖ,
τώρα πάλι στολισμένο ὅπως τότε:
λατέρνα μὲ Πολίτικη σφραγίδα.
Κι̉ ἂν εἶναι ἀνοικονόμητη, δὲν τῆς λείπει ἡ μελωδία·
οἱ παραδοσιακοὶ σκοποὶ ἔχουν ἐναρμονισθεῖ:
Βυζαντινὰ κλειδιὰ, ρωμαϊκὸς κύλινδρος.
Οἱ ζουρνατζῆδες κάνουνε μεγάλο σαματᾶ·
παλιάτσοι μὲ ροῦχα πολύχρωμα καὶ ὀξύτονα πνευστὰ
ξεχωρίζουν μέσα στὸν ἀχὸ ποὺ προξενοῦν οἱ κράχτες
κι᾿ οἱ μαγαζάτορες τοῦ παζαριοῦ μὲ χριστουγεννιάτικες
κραυγές:
Ὅμως δὲν μποροῦν νὰ βγάλουν ὅλες τὶς νότες
τοῦ «Καλὴν ἡμέραν ἄρχοντες».
Δὲν ἔχουν βαδίσει τοῦτοι σ̉ ἐκείνου τοῦ ἀνθρώπου τὸν
Κρανίου Τόπο,
τὸν Γολγοθᾶ τῆς Μεγάλης Ἰδέας.
ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ
ΜΙΚΡΑΣΙΑΣ: ΑΥΤΟΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΣΕ ΕΛΑΣΣΟΝ
Μὴν τ᾿ ἀφήνεις ἀπ̉ τὰ χέρια τὸ παλιὸ μπουζούκι,
Τσιτσάνη μάστορα.
Γύρνα ὅλους τοὺς δρόμους,
τράβα κι̉ ἄλλο τὸ ταξίμι,
σκόρπισε τὴ συννεφιὰ
ποὺ σκοτίζει κάθε ὄνειρο.
Πᾶρε με πάλι στὴν Ἀνατολή,
καθὼς ὁλοένα στρέφομαι δυτικότερα.
Βάρυνε τὸν ρυθμὸ
ν̉ ἀλαφρώσεις τὴν ψυχή μου.
«Εἴμαστε ὅλοι πρόσφυγες»:
Ἔτσι κραυγάζουν τ̉ ἀσημένια τέλια σου.
(Ὁ Βασίλης Τσιτσάνης ἀπεβίωσε τὴν 18ην Ἰανουαρίου τοῦ
1984 στὸ Νοσοκομεῖο Μπρόμπτον τοῦ Λονδίνου)
ΖΑΓΟΡΙ
Ὁ κλαριντζῆς Νικόλα-Νῖνος
ἔπαιζε τὰ ζαγορίσια
ὅπως κανένας ἄλλος,
μὲ τὸν Μανούση, τὸν Μῆτσο, τὸν Μπεκάρη,
νταϊρέ, βιολί, λαοῦτο.
Ἔρχονταν κόσμος ἀπὸ μακριά,
διάβαιναν ποτάμια καὶ φαράγγια, γεφύρια καὶ βουνὰ
μὲ τὸ μουλάρι, μὲ τὸν γάϊδαρο· σκαρφάλωναν τὰ
καλντιρίμια.
Τὰ χωριὰ στὸ πανηγύρι
ἄνοιγαν σπίτια καὶ καρδιές.
Τὰ χρόνια χωρὶς τὸ ἠλεκτρικό,
χωρὶς ἐνισχυτές, μικρόφωνα,
χωρὶς δρόμους, λεωφορεῖα, αὐτοκίνητα,
στὰ ψηλὰ χωριὰ τοῦ Ζαγοριοῦ
παρέες ἀπ᾿ τὸ Μονοδέντρι καὶ τὸ Δίλοφο,
ἀπὸ τοὺς Ἀσπραγγέλους, τὸ Τσεπέλοβο
χόρευαν ὣς τὴ νύχτα τὰ ταξίμια,
πολὺ προτοῦ νὰ τὰ ἠχογραφήσουν.
Μὲ τὶς εὐχαριστίες μου πρὸς τὸν Ἀλέξιο Βασδέκη, συνταξιοῦχο τυροκόμο ἐτῶν
79, ἀπὸ τὴ Βίτσα καὶ τὴν προνασερικὴ Αἴγυπτο.
ΑΧΕΙΡΟΠΟίΗΤΑ
Τοῦ ἁγιογράφου
ἡ προσευχὴ ἐποίει τὴν εἰκόνα·
ὁ χρωστήρας τοῦ καλλιτέχνη ἀθῶος τῆς χειρός.
Ἀκήρατα χρώματα τῶν μοναστικῶν κελλιῶν
διαβασμένα σ᾿ ἐκκλησιὰ μὲ τὴ ματιὰ τῆς Παναγίας:
Λευκό: Ἀληθὴς Φύσις
Χρυσό: Λαμπρότης
Ἐρυθρό: Θεῖον Αἷμα.
Οὐράνια ἀλχημεία τέχνης θαυματουργοῦ —
ἔργον ανθρώπου, χεὶρ ταπεινοῦ.
ΤΡΙΑ ΠΑΞΙΝΑ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΝΙΝΑΣ
α’
ΑΠ̉ ΤΟΝ ΓΚΡΕΜΝΟ ΤΗΣ ΟΣΤΡΙΑΣ
(ΑΠΟΨΗ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΔΡΟΜΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟ ΑΥΛΑΚΙ)
Ἄνοιξαν δρόμο ἐδῶ,
κάτω απ̉ τὸ καρτέρι μου:
μαχαίρι στὴν καρδιά.
β’
ΠΑΞΙΝΟ ΧΑΪΚΟΥ
Μ̉ ἑξήντα τέσσαρες ἐκκλησιὲς
γιατί νὰ φοβᾶσαι
ὅτι ὅλα ἔχουν χαθεῖ;
γ’
ΑΓΙΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ
Ἀνεμόμυλοι,
εἰκονοστάσια,
καμπαναριά,
στέρνες.
Ὁ Ἅγιος Χαράλαμπος
ὅλα τὰ ἔσωσε.
Ἀπέτρεψε τὴν πανώλη,
ἔλυσε τὴν πολιορκία.
Τὴν βεβήλωση
δὲν ἠδυνήθη νὰ ἐμποδίσει.
ΘΡΑΥΣΜΑΤΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΕΤΑΛΛΑΞΗ ΤΩΝ ΠΑΞΩΝ
[ΟΙ ΠΑΞΟΙ
ΠΟΥ ΑΛΛΑΖΟΥΝ: ΘΡΑΥΣΜΑΤΑ]
α’
Ἡ εγκατελειμμένη μηχανή,
εἰσαχθεῖσα ἐκ τῆς Ἀγγλίας,
κατασκευὴ τῆς ἐταιρείας Petters ἐν Ἰάουβιλ,
τότε κινοῦσε τὸ λιοτρίβι τοῦ χωριοῦ,
ἔστρεφε ἀγόγγυστα
τὴν ρόδα
στὰ Μανεσάτικα.
Τώρα ὁ Σταμάτης ψάχνει νὰ τὴν πουλήσει,
τὴν πολύτιμη, σκουριασμένη ἀντίκα του,
«ἀπ̉ τὸν καιρὸ τοῦ Καποδίστρια».
β’
Δὲν ἔχει ἄλλες ξώβεργες[ψάρεμα στόν ἀέρα]
γιὰ χελιδόνια,πετροχελίδονα, ἀνθρώπινες ψυχές.
Κάμανε μπὰρ στὸν Ἐρημίτη,
πηγαίνουν διάφοροι νὰ κοιτάξουνε τὸ ἡλιοβασίλεμα —
σύνορο μὲ τοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους.
Οἱ πεθαμένοι πλέον δὲν ἀναπαύονται ἐν εἰρήνῃ.
Σ ε ί ε τ α ι τ
ὸ ε ἰ κ ο ν ο σ τ ά σ ι.
γ’
Τοὺς Παξινοὺς τοὺς ἔπαιρναν
οἱ
πειρατὲς γιὰ σκλάβους.
Τώρα
ὑπογράφουν
τὰ συμβόλαια
τῆς
δουλείας των
ἐκουσίως.
(Στὰ 1663 ὁ Ἀναστάσιος Μπογδάνος ἀπήχθη ἀπὸ πειρατὲς γιἀ
νὰ πωληθεῖ ὡς σκλάβος)
δ’
Σήμερα
κανεὶς δὲν καβαλλᾶ μουλάρι.
Δὲν
ἔχεις τί νὰ δέσεις
στοὺς
κρίκους.
(Λίθινοι κρίκοι σ᾿ ἐγκαταλελειμμένο ἐνετικὀ οἴκημα:
Βασιλάτικα)
ε’
Ὅταν
οἱ συγγενεῖς ἐρίζουν
γιὰ
τὰ παιδιὰ καὶ γιὰ τὰ δέντρα,
ἡ
πικρία κρατεῖ
γενεὲς
γενεῶν:
Ἡ
ἔριδα εἶναι ἰσχυρότερη
ἀπ̉
τὴ στέγη.
Κανεὶς
δὲν ὑποχωρεῖ.
Πρῶτοι
ὑποχωροῦν οἱ τοῖχοι.
ΝΟΜΑΣ ΤΗΣ
ΒΙΤΣΑΣ
Εἶμαι νέο εἶδος νομάδος
χωρὶς τὰ πρόβατα: ἀνατρέπω
τὸ μεταναστευτικὸ ἔθος.
Τέσσερις μῆνες στὰ βουνά,
πέντε στὴν παραλία,
τοὺς λοιποὺς στὶς πόλεις.
Τὴ μισὴ χρονιὰ
ἐδῶ ζοῦσαν καὶ πέθαιναν οἱ νομάδες·
ἀνάσταιναν τὰ ζωντανὰ
κι ὕφαιναν τὸ μαλλί τους
σχεδόν τριάντα αἰῶνες.
Τρεῖς χιλιάδες χρόνια, τόσο μικρὴ ἡ διαφορά.
Ἔζησα τὴ μισὴ ζωή μου
σὰν ἕνα εἶδος πλάνητος,
Σαρακατσάνος
ἢ Ζαγορίσιος,
ἄνθρωπος ἀνησύχαστος,
αὐτοεξόριστος, ξενιτεμένος.
ΥΙΟΣ ΤΗΣ
ΕΛΛΑΔΟΣ
«Ποιὸς μπορεῖ νὰ πεῖ: “Ἔζησα ὀκτὼ τελειότατες ἡμέρες”;»
Αλμπὲρ Καμύ, Σημειωματάρια, β’
τόμος (1942-51)
Δ έ κ α ὑπέροχες
ἡμέρες εὐτυχεῖς.
Εἶναι ἡ γῆ ἡ Ἑλληνίς!
Πῶς νὰ τὸ καταλάβει ὁ Καμύ(ς);